- ἀρτύσῃ
- ἀρτύσηι , ἄρτυσιςdressingfem dat sg (epic)ἀρτύωarrangeaor subj mid 2nd sgἀρτύωarrangeaor subj act 3rd sgἀρτύωarrangefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλάτισμα — το [αλατίζω] 1. η άρτυση τού φαγητού με αλάτι 2. ταρίχευση, πάστωμα 3. έξυπνος λόγος, ευφυολογία … Dictionary of Greek
πιπέρωμα — το, Ν [πιπερώνω] η ενέργεια τού πιπερώνω, η άρτυση εδέσματος με πιπέρι … Dictionary of Greek
αλάτισμα — το, ατος το ρίξιμο αλατιού για άρτυση ή συντήρηση: Το αλάτισμα του τυριού τελείωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)